ανοστάλγητος

ανοστάλγητος
-η, -ο
1. εκείνος που δεν προκαλεί νοσταλγία, που δεν τον νοσταλγεί κάποιος
2. αυτός που δεν αισθάνεται νοσταλγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανοστάλγητος — η, ο 1. αυτός που δεν αισθάνεται νοσταλγία: Ζούσε ανοστάλγητος, μόλο που έλειπε από τον τόπο του σχεδόν δέκα χρόνια. 2. αυτός που δεν προκαλεί νοσταλγία: Ανοστάλγητα του ήταν τώρα το νησί του και το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”